αναποδιάζω

αναποδιάζω
-πόδιασα, -ποδιάστηκα, -ποδιασμένος
1. μτβ., προκαλώ αναποδιά, κακοτυχία: Αυτός ο άνθρωπος μας αναπόδιασε τη δουλειά.
2. αμτβ., γίνομαι ή είμαι ανάποδος, παράξενος: Έβλεπε καθαρά πως η γυναίκα του όσο πήγαινε κι αναπόδιαζε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναποδιάζω — [ανάποδα] Ι. (μτβ.) 1. γυρίζω τα επάνω προς τα κάτω, στρέφω κάτι ανάποδα, αναστρέφω 2. (για ρούχα) αντιστρέφω την κύρια όψη παρουσιάζοντας την ανάποδη 3. προξενώ εμπόδια, δυσκολεύω μια κατάσταση 4. επιφέρω σύγχυση, «τά κάνω άνω κάτω» 5. αλλάζω,… …   Dictionary of Greek

  • ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… …   Dictionary of Greek

  • ανασβολιάζω — [ανασβολιά] πάω άσχημα, αναποδιάζω, έχω γρουσουζιά «η δουλειά ανασβολιάζει» …   Dictionary of Greek

  • αναπόδιασμα — αναπόδιασμα, το και αναπόδιαση, η το να αναποδιάζει κανείς (βλ. αναποδιάζω) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”